ασφυκτικός

ασφυκτικός
και ασφυχτικός, -ή, -ό
1. αυτός που προκαλεί ασφυξία, αποπνικτικός
2. ο σχετικός με την ασφυξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσφυκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ασφυκτικός — ασφυκτικός, ή, ό και ασφυχτικός, ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί ασφυξία, αποπνιχτικός: Η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη κι αρκετοί στέκονταν στους διαδρόμους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασφυκτικότητα — η το να δυσχεραίνεται η αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφυκτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”